Καλημέρα κι από μένα και σας ευχαριστώ που βρίσκεστε σήμερα εδώ και μας τιμάτε με την παρουσία σας.
Έναυσμα
Το έναυσμα για να ασχοληθώ με το παραπάνω θέμα ήταν τριπλό: καταρχάς τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, που εστιάζονται σε θέματα τοπωνυμικής και μεσαιωνικής Ιστορίας, έπειτα η αγάπη μου για την τοπική Ιστορία και τέλος η από κοινού απόφαση, με πρόεδρο του συλλόγου Θανάση Τζελαπτσή, για την έρευνα στο χωριό.
Μεθοδολογία έρευνας
Η μεθοδολογία που ακολούθησα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχε τρεις βασικούς άξονες: επιτόπια έρευνα, προφορικές συνεντεύξεις και ανάγνωση αρχειακού υλικού. Λιγότερο σημαντική αποδείχθηκε η μελέτη βοηθημάτων της γενικής Ιστορίας, η οποία, τις περισσότερες φορές, δε λαμβάνει υπόψιν της την τοπική έρευνα και βιβλιογραφία και γι’ αυτό το λόγο λανθάνει.
Επιστημονικό πεδίο
Τα πλαίσια στα οποία κινείται η παρούσα εργασία είναι αυτά της Ιστορίας, οικιστικής και ιστορικής γεωγραφίας και τοπωνυμικής Ιστορίας.
Τοποθεσία-Ταυτοποίηση τοπωνυμίου
Ο εγκαταλειφθείς οικισμός με το όνομα Σιάκα βρίσκεται στα 1100 μέτρα απόσταση από το σημερινό οικισμό της Κερασιάς, ΒΔ αυτής. Η επισταμένη ανίχνευση του άγονου εδάφους, είχε ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη τεκμηρίων που πιστοποιούν την πρότερη ύπαρξη ζωής. Πρόκειται για κεραμίδια και πελεκημένες πέτρες, κατάλοιπα του αφεμένου οικισμού. Το σημαντικότερο τεκμήριο όμως, είναι η ύπαρξη του φυτού βρωμοξυλιά, με την επιστημονική ονομασία χρυσόξυλο ή ρους. Μελετώντας εκδοθείσα πηγή, του 1500, πληροφορούμαστε για τη φορολόγηση των κατοίκων του οικισμού για το συγκεκριμένου φυτό. Οι μόνες εγγραφές, στις οποίες υπάρχει φορολόγηση γι’ αυτό, είναι για το χωριό Ροδιανή και το Σιάκα. Άρα, μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για την ταυτοποίηση του τοπωνυμίου, αφού, ακόμη και σήμερα, στη συγκεκριμένη περιοχή, υπάρχει το εν λόγω φυτό.
Στις διαθέσιμες μελέτες όμως, οι εκδότες διαβάζουν Σάρμα, Σάρακα, Σιάρκα, Σιάρμα, Σάρτε, Σιάρκε, Σιάμπρεκα. Ακόμη και στην περίπτωση που οι εκδότες καταπιάνονται με το ίδιο υλικό, το τοπωνύμιο αναγνώσκεται με διαφορετικούς τρόπους. Σε περίπτωση που κάποιος απ’ αυτούς, είτε είχε γνώση του οικισμού, είτε προέβαινε σε επιτόπια έρευνα και στις προφορικές συνεντεύξεις, να το μετέγραφε Σιάκα! Η οθωμανική γλώσσα και γραφή διαφέρουν, γλωσσικά και φωνητικά, από τη δική μας, που, όχι μόνο να καθίσταται δύσκολη η ανάγνωσή τους, αλλά και ο ίδιος ο οθωμανός αξιωματούχος-γραφέας που το συνέταξε να μη μπορούσε να αποδώσει εγγράφως αυτά που άκουγε. Απίθανο φαίνεται να μεταλλάχθηκε το τοπωνύμιο με το πέρας των χρόνων, αφού η τοπωνυμική μνήμη δύσκολα αλλάζει.
Η φιλότιμη, αλλά με ανύπαρκτη τοπική βιβλιογραφία ή τοπική μνήμη, προσπάθεια ταυτοποίησης που επιχειρήθηκε προσφάτως, κατέληξε σε συμπεράσματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Ο οικισμός πιθανολογείται να είναι ο ίδιος, με τον αταύτιστο οικισμό Σερμεή της παρρησίας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας και τοποθετείται, νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα, μεταξύ των σημερινών κωμών Προσήλιο, Τριγωνικό, Πολύρραχος και Μεταξά. Όμως, οικισμός με αυτό το όνομα ουδέποτε υπήρξε. Η εσφαλμένη ανάγνωση και μεταγραφή της εκδότριας της παρρησίας, παραπλάνησε δις, μετέπειτα μελετητές που την ασπάστηκαν. Ύστερος μελετητής του κώδικα και Ιστορικός, παρατήρησε, ότι η εγγραφή Σερμεή, είναι γυναικείο όνομα αφιερώτριας του χωριού Πολύρραχος και όχι οικισμός.
Πόθεν το όνομα Σιάκα
Η ρίζα της λέξης είναι το θηλυκό του βλάχικου επιθέτου sec, seacă, που σημαίνει ξερή. Παραπλήσια τοπωνύμια εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα. Υπάρχει όμως και ως επώνυμο στις εγγραφές του τηλεφωνικού καταλόγου. Το ξερό και άγονο μέρος όπου βρισκόταν ο οικισμός πιστοποιούν τη βλάχικη προέλευση της λέξης. Οπότε η ονομασία του μέρους δηλώνει την ξερή γη πάνω στην οποία εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι.
Ταυτότητα-προέλευση των κατοίκων
Με βάση την προέλευση της λέξης Σιάκα που παραπέμπει σε βλάχικο έτυμο, εικάζεται ότι οι κάτοικοι ήταν φύλα βλάχικης καταγωγής. Ο οικισμός εμφανίζεται, για πρώτη φορά, σε γραπτή πηγή το 1500. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι κατοικείτο από τότε· πιστεύεται όμως ότι εμφανίζεται μερικά χρόνια πριν, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.
Πιθανότερος τόπος προέλευσής τους, η περιοχή της βορείου Πίνδου· μια περιοχή που έβριθε και βρίθει ακόμα βλάχικου στοιχείου. Συγκεκριμένος λόγος μετακίνησής τους δε φαίνεται να υπήρχε, αφού οι βλάχοι ήταν φύσει νομαδικός λαός, που μετακινούνταν συνεχώς, σε μικρές ομάδες με μορφή τσελιγκάτων, ψάχνοντας νέα βοσκοτόπια· και τα μπαΐρια του Σιάκα προσφέρονταν γι’ αυτή τη δουλειά.
Στο γειτονικό λόφο, θέση Αϊλιά -που βρίσκεται σε κοντινότερη απόσταση προς το Σιάκα , παρά στον οικισμό της Κερασιάς- υπήρχαν μέχρι το 1967 σωροί ερειπίων. Τότε, χτίστηκε το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, με πρωτοβουλία κατοίκων της Κερασιάς. Η θέση του βρίσκεται σε μέρος απόκρυφο και δενδρόπυκνο. Προφανώς εβρισκόταν εκεί τα ερείπια του ναού των κατοίκων του Σιάκα, που είχαν αφιερώσει στον Προφήτη Ηλία. Παμπάλαια εικόνα που απεικονίζει τον άγιο, σώζεται σήμερα στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, στο κέντρο του οικισμού της Κερασιάς, προερχόμενη ίσως από την προαναφερομένη θέση.
Ασχολίες κατοίκων-καθημερινότητα
Ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, αλλά και η γεωργία. Σημαντικότατη εμφανίζεται και η ενασχόλησή τους με τη γη, από την οποία καρπώνονται πλήθος προϊόντων. Η βασική τους, όμως, ασχολία ήταν αυτή της βρωμοξυλιάς· ασχολία που όχι μόνο τους αποδίδει χρήμα, αλλά τους οδηγεί -σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες- να εξελιχθούν, από χωρικοί, σε αστούς εμπόρους και να εγκαταλείψουν τον οικισμό τους. Καλλιεργούν πλήθος δημητριακών και οσπρίων, έχουν κήπους με λαχανικά, ενώ σημαντική ενασχόληση αποτελεί και η αμπελοκαλλιέργεια, αφού παράγουν και κρασί.
Η βρωμοξυλιά είναι ένας αυτοφυής δενδρώδης θάμνος. Το φυτό έχει εμπορική χρησιμότητα, αφού η βράση του ξύλου του (και όχι του άνθους του) σε νερό, αναδύει κίτρινη χρωστική (με τις κατάλληλες χημικές διαδικασίες μπορεί να μετατραπεί σε πορτοκαλί και λαδί), που χρησιμεύει ως βαφική ουσία δερμάτων και υφασμάτων.
Τα σπίτια στον οικισμό ήταν χτισμένα από ευτελή υλικά (χώμα, πηλό και λίγες πέτρες), άποψη που πιστοποιείται από το αβριθές του μέρους σε κατάλοιπα ζωής, ενώ οι στέγες ήταν κατασκευασμένες από σίκαλη. Εξάλλου, ο νομαδικός χαρακτήρας τους δεν τους επέτρεπε τη μόνιμη εγκατάσταση, άρα και το άρτιο κατασκευής των οικιών τους. Το σύνολό τους δε θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 7-8, αφού η δομή της οικογένειας ήταν πατριαρχική, ενώ όλες οι φαμίλιες ήταν υπό τη σκέπη του αρχιτσέλιγκα. Τα σπίτια ήταν χτισμένα στο χείλος του ισιώματος, αφού η κλίση του προς τα νότια (εκεί ευρέθησαν τα όποια υπολείμματα) αποτελούσε φυσική κάλυψη από τα βλέμματα των μουσουλμάνων κατακτητών. Κατά το ίδιο σκεπτικό εξηγείται και η θέση της εκκλησίας του οικισμού τους (παρόλο που είναι αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία, τον άγιο των υψωμάτων), σε θέση απόκρυφη. Πιθανό μέρος υδροδότησής τους ήταν το ρέμα, ελθόν εκ της Ροδιανής, στα νότια του οικισμού, ενώ στη θέση Πηλός, έπλεναν τα σώματά τους με πηλό και έπαιρναν πρώτη ύλη για το χτίσιμο των οικιών τους. Το πλύσιμο των ρούχων τους γινόταν στη θέση Καρούτια, όπου στένευε το ρέμα και η ορμή του νερού διοχετευόταν μέσω ξύλινης κατασκευής, που δημιουργούσε μια κοπάνα, ένα μαντάνι, για την πλύση των μάλλινων ρούχων τους. Ντύνονταν με το δέρμα και το μαλλί από τα ζώα που εξέτρεφαν, ενώ απ’ αυτά έπαιρναν και το λίπος για να το χρησιμοποιήσουν ως ύλη για τον φωτισμό τους, ενώ το σιτάρι και τα λοιπά δημητριακά, τα άλεθαν στο μύλο που υπήρχε στη θέση Παλιόμυλος.
Σχέσεις με τους πέριξ ή άλλους οικισμούς
Με την καλλιέργεια της βρωμοξυλιάς καταπιάνονταν και οι κάτοικοι του γειτονικού οικισμού της Ροδιανής. Η ύπαρξη της θέσης Σμαρ’, στα σύνορα Κερασιάς, Ροδιανής, Αγίας Παρασκευής παραπέμπει σε ενδεχόμενη σχέση μεταξύ των δύο οικισμών. Το εν λόγω τοπωνύμιο παραπέμπει στη λέξη σαμάρι· σμαρ’ προφέρεται στη βλάχικη ιδιόλεκτο. Η συγκεκριμένη θέση, λοιπόν, φαίνεται ότι ήταν ο τόπος συνάντησης των κατοίκων των δύο οικισμών, όπου έκαναν το τελικό φόρτωμα, σε όνους ή ημιόνους, και ξεκινούσαν τη μεταφορά του προϊόντος. Τόπος μεταφοράς του εμπορεύματος ήταν η Κοζάνη.
Η Κοζάνη, εκείνη την περίοδο, ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό, κρυμμένο, όμως σε πυκνόφυτο δάσος και προστατευμένο, από τους πέριξ αυτού μουσουλμανικούς οικισμούς -οι κάτοικοι των οποίων έφεραν όπλα-, από ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Η Κοζάνη αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως κρυψώνα για τα εμπορεύματα, που είχαν ως τελικό προορισμό της χώρες της Μεσευρώπης.
Με το διπλανό οικισμό της Κερασιάς, δε φαίνεται να υπήρχε κάποια ιδιαίτερη σχέση. Η διαφορετική εθνοτική ταυτότητα, μεταξύ των κατοίκων των δύο χωριών, και τα διαφορετικά καθημερινά και επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα, δε μπορούσαν να ενώσουν τον πληθυσμό τους. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο, ο οικισμός της Κερασιάς βρισκόταν δυτικότερα του σημερινού και άρα σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι σήμερα, γύρω απ’ τη θέση Μπαλιάνγκουρα. Εκείνη την περίοδο, στα τέλη του 15ου αιώνα, και αφού είχε προηγηθεί η οθωμανική κατάκτηση της περιοχής -το 1393-, αρχίζει η Κερασιά σιγά-σιγά να ¨αναβαίνει¨ και να εγγίζει τον οικισμό του Σιάκα.
Εγκατάλειψη οικισμού-οθωμανική πίεση
Το 1543 είναι το έτος για το οποίο έχουμε την τελευταία έγγραφη αναφορά για την ύπαρξη κατοίκων στο Σιάκα. Εγκαταλείπουν τον οικισμό τους, από πιθανές προστριβές με τους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά κυρίως λόγω της οθωμανικής πίεσης που εκφραζόταν μέσω των υπέρογκων φόρων, για την κάλυψη των δαπανών της Αυτοκρατορίας, της πίεσης για αλλαξοπιστία και της ωμής βίας, από πλευράς των οθωμανών. Προσφεύγουν στην Κοζάνη· η πρότερη ενασχόλησή τους με τη βρωμοξυλιά, έχει ανοίξει τους ορίζοντές τους και έχουν πια αποκτήσει γνώσεις περί του εμπορίου, ενώ σε συνδυασμό και με τις συνεχείς επισκέψεις τους στο μέρος της Κοζάνης, διέγνωσαν τη σπουδαιότητα του τόπου. Έχοντας αφήσει πίσω τη βρωμοξυλιά, αλλά αποκτήσαντες το μικρόβιο του εμπορίου -που τους μετέτρεψε από πλανόμενους κτηνοτρόφους και σκαπανείς γης σε εν δυνάμει αστούς- θεωρούν την Κοζάνη το κατάλληλο καταφύγιο των προς εξαγωγήν προϊόντων.
Την ίδια περίοδο, καταφτάνουν, κατά δεκάδες χιλιάδες οι εκδιωχθέντες Εβραίοι, κάτοικοι Ισπανίας και Πορτογαλίας, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ξεχύνονται σε διάφορες πόλεις της βορείου Ελλάδος. Ως εμπορικός λαός που ήταν έψαξαν πόλεις, για την εγκατάστασή τους και όχι χωριά, ώστε να ασκήσουν το εμπόριο και άλλα αστικά επαγγέλματα. Η Κοζάνη, τότε (αρχές 16ου αι.), ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό που δεν είχε να τους προσφέρει κάτι. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος, που ουδέποτε πάτησε Εβραίος το πόδι του στην Κοζάνη, με σκοπό τη μόνιμη κατοίκηση. Η έλλειψη μνείας του γεγονότος στις πηγές σε συνδυασμό με τη γνώση της γενικής Ιστορίας, επιβεβαιώνουν την άποψη. Ερμηνείες περί ιδιομορφίας στο χαρακτήρα των κοζανιτών και άλλα τινά, ανήκουν στη σφαίρα του μύθου και της νοσηρής φαντασίας.
Αυτό που δε διέβλεψαν οι έμπειροι έμποροι Εβραίοι, κατάφεραν να διαβλέψουν οι μέχρι πρότινος απαίδευτοι και περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι και χωρικοί. Εγκαθίστανται στην περιοχή, όπου το σημερινό κέντρο της πόλης, στη συνοικία που είναι ως σήμερα γνωστή με το όνομα Βλαθκα, και δημιουργούν έναν πρώιμο αστικό πυρήνα. Εκεί εγκαθίστανται και οι μετέπειτα έποικοι της Κοζάνης, βλάχικης επίσης καταγωγής, χάρη στους οποίους ο οικισμός, αυξάνεται, αστικοποιείται και ακμάζει (εμπορικά και πνευματικά).
Οι σιακαίοι παράδειγμα προς μίμησιν
Το 1649 υπάρχει αναφορά για επιδρομή Αλβανών στο Κτένι. Ο άρχοντας του χωριού, Ιωάννης Τράντας εγκαταλείπει τον οικισμό συνοδεία 120 οικογενειών και 12.000 αιγοπροβάτων, και εγκαθίσταται στην Κοζάνη. Τη συγκεκριμένη άποψη ασπάζονται και διαιωνίζουν όλοι οι μετέπειτα ιστοριογράφοι, χωρίς να την υποβάλλουν σε οποιαδήποτε διανοητική παίδευση ή κριτικό έλεγχο της λογικής και της μεθοδολογίας, κατά τον τρόπο που ορίζουν οι μέθοδοι έρευνας της Ιστορίας.
Πρώτον μεν, να αναφέρω, ότι ο αριθμός των 120 οικογενειών δεν μπορεί να ευσταθεί, καθ’ ότι 36 χρόνια πριν, το 1613, απεγράφησαν στο χωριό, 47 οικογένειες. Οπότε σε μόλις 36 χρόνια είναι απίθανο να υπερδιπλασιάστηκε ο πληθυσμός. Δεύτερον, να τονιστεί ότι, όχι μόνο ο όγκος του κοπαδιού (12.000) μοιάζει μύθευμα, αλλά και η σύνθεσή του (κατσίκια και πρόβατα). Το ορεινό έδαφος του Κτενίου, δεν επέτρεπε στα πρόβατα να κινηθούν εκεί, αφού χρειάζονται λιβάδια για να βοσκήσουν. Τέλος, το πραγματικό του όνομα θα πρέπει να ήταν Τράντος και όχι Τράντας, όπως έχει επικρατήσει στην τοπική βιβλιογραφία, στη μνήμη των κατοίκων και σε όνομα οδού της πόλης της Κοζάνης. Ο Γουναρόπουλος που γράφει πρώτος απ’ όλους, το 1872, τον αποκαλεί Τράντο, ενώ οι μετέπειτα Τράντα. Η εγγύτητα της συγγραφής του στο γεγονός, αυξάνει τις πιθανότητες για την αλήθεια των γραφθέντων του. Ίσως με το πέρασμα των χρόνων, οι απόγονοί του, να μεταλλάσσουν το επίθετο κατά το λογιότερο και ευφωνέστερο Τράντας.
Γιατί όμως επιλέγουν την Κοζάνη; 100 περίπου χρόνια πριν, οι κάτοικοι του Σιάκα, ακολουθούν την ίδια πορεία. Οι κτενιώτες, έχοντας ως αφορμή την επιδρομή στο χωριό τους, -τα αίτια ήταν η οθωμανική πίεση που προαναφέρθηκε- ακολουθούν το παράδειγμα των πρώην γειτόνων τους. Η αρχική τους εγκατάσταση γίνεται στα όρια του συνοικισμού, κι έπειτα μετακινούνται στο κέντρο. Στην προσπάθεια επιβίωσής τους στη νέα οικιστική θέση, αμιλλώνται τους υπάρχοντες πληθυσμούς και καταφέρνουν με προεξάρχοντα το γιο του Ιωάννη, Χαρίση, να επιβληθούν.
Εν κατακλείδι
Η τοπική Ιστορία έχει ακόμη δρόμο μπροστά της στο να καταγράψει, μα πάνω απ’ όλα να ερμηνεύσει τεκμηριωμένα το παρελθόν. Η ανακύκλωση των ήδη υφισταμένων και αμάρτυρων γεγραμμένων, και δη από μη ειδικούς, δε βοηθά σ’ αυτό. Το μεσαιωνικό παρελθόν της περιοχής μας, έχει κρυφτεί καλά, στο διάβα του χρόνου, και η ερμηνεία των κλασσικών πηγών, δεν προσφέρει κάτι το νέο. Το ζητούμενο είναι να ερμηνεύσουμε τις ¨κρυφές¨ πηγές, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο. Η ικανότητα του κάθε ερευνητή, είναι η μόνη που θα μπορέσει να καταστήσει αυτό πραγματικότητα. Κι όχι μόνο· η έρευνα πρέπει κι επιβάλλεται να είναι πολυδιάστατη. Το γραφείο ό,τι ήταν να προσφέρει, το προσέφερε· σειρά έχει το πεδίο.
Η οπτική παρουσίαση της ομιλίας, εδώ.
Έναυσμα
Το έναυσμα για να ασχοληθώ με το παραπάνω θέμα ήταν τριπλό: καταρχάς τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, που εστιάζονται σε θέματα τοπωνυμικής και μεσαιωνικής Ιστορίας, έπειτα η αγάπη μου για την τοπική Ιστορία και τέλος η από κοινού απόφαση, με πρόεδρο του συλλόγου Θανάση Τζελαπτσή, για την έρευνα στο χωριό.
Μεθοδολογία έρευνας
Η μεθοδολογία που ακολούθησα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχε τρεις βασικούς άξονες: επιτόπια έρευνα, προφορικές συνεντεύξεις και ανάγνωση αρχειακού υλικού. Λιγότερο σημαντική αποδείχθηκε η μελέτη βοηθημάτων της γενικής Ιστορίας, η οποία, τις περισσότερες φορές, δε λαμβάνει υπόψιν της την τοπική έρευνα και βιβλιογραφία και γι’ αυτό το λόγο λανθάνει.
Επιστημονικό πεδίο
Τα πλαίσια στα οποία κινείται η παρούσα εργασία είναι αυτά της Ιστορίας, οικιστικής και ιστορικής γεωγραφίας και τοπωνυμικής Ιστορίας.
Τοποθεσία-Ταυτοποίηση τοπωνυμίου
Ο εγκαταλειφθείς οικισμός με το όνομα Σιάκα βρίσκεται στα 1100 μέτρα απόσταση από το σημερινό οικισμό της Κερασιάς, ΒΔ αυτής. Η επισταμένη ανίχνευση του άγονου εδάφους, είχε ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη τεκμηρίων που πιστοποιούν την πρότερη ύπαρξη ζωής. Πρόκειται για κεραμίδια και πελεκημένες πέτρες, κατάλοιπα του αφεμένου οικισμού. Το σημαντικότερο τεκμήριο όμως, είναι η ύπαρξη του φυτού βρωμοξυλιά, με την επιστημονική ονομασία χρυσόξυλο ή ρους. Μελετώντας εκδοθείσα πηγή, του 1500, πληροφορούμαστε για τη φορολόγηση των κατοίκων του οικισμού για το συγκεκριμένου φυτό. Οι μόνες εγγραφές, στις οποίες υπάρχει φορολόγηση γι’ αυτό, είναι για το χωριό Ροδιανή και το Σιάκα. Άρα, μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για την ταυτοποίηση του τοπωνυμίου, αφού, ακόμη και σήμερα, στη συγκεκριμένη περιοχή, υπάρχει το εν λόγω φυτό.
Στις διαθέσιμες μελέτες όμως, οι εκδότες διαβάζουν Σάρμα, Σάρακα, Σιάρκα, Σιάρμα, Σάρτε, Σιάρκε, Σιάμπρεκα. Ακόμη και στην περίπτωση που οι εκδότες καταπιάνονται με το ίδιο υλικό, το τοπωνύμιο αναγνώσκεται με διαφορετικούς τρόπους. Σε περίπτωση που κάποιος απ’ αυτούς, είτε είχε γνώση του οικισμού, είτε προέβαινε σε επιτόπια έρευνα και στις προφορικές συνεντεύξεις, να το μετέγραφε Σιάκα! Η οθωμανική γλώσσα και γραφή διαφέρουν, γλωσσικά και φωνητικά, από τη δική μας, που, όχι μόνο να καθίσταται δύσκολη η ανάγνωσή τους, αλλά και ο ίδιος ο οθωμανός αξιωματούχος-γραφέας που το συνέταξε να μη μπορούσε να αποδώσει εγγράφως αυτά που άκουγε. Απίθανο φαίνεται να μεταλλάχθηκε το τοπωνύμιο με το πέρας των χρόνων, αφού η τοπωνυμική μνήμη δύσκολα αλλάζει.
Η φιλότιμη, αλλά με ανύπαρκτη τοπική βιβλιογραφία ή τοπική μνήμη, προσπάθεια ταυτοποίησης που επιχειρήθηκε προσφάτως, κατέληξε σε συμπεράσματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Ο οικισμός πιθανολογείται να είναι ο ίδιος, με τον αταύτιστο οικισμό Σερμεή της παρρησίας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας και τοποθετείται, νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα, μεταξύ των σημερινών κωμών Προσήλιο, Τριγωνικό, Πολύρραχος και Μεταξά. Όμως, οικισμός με αυτό το όνομα ουδέποτε υπήρξε. Η εσφαλμένη ανάγνωση και μεταγραφή της εκδότριας της παρρησίας, παραπλάνησε δις, μετέπειτα μελετητές που την ασπάστηκαν. Ύστερος μελετητής του κώδικα και Ιστορικός, παρατήρησε, ότι η εγγραφή Σερμεή, είναι γυναικείο όνομα αφιερώτριας του χωριού Πολύρραχος και όχι οικισμός.
Πόθεν το όνομα Σιάκα
Η ρίζα της λέξης είναι το θηλυκό του βλάχικου επιθέτου sec, seacă, που σημαίνει ξερή. Παραπλήσια τοπωνύμια εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα. Υπάρχει όμως και ως επώνυμο στις εγγραφές του τηλεφωνικού καταλόγου. Το ξερό και άγονο μέρος όπου βρισκόταν ο οικισμός πιστοποιούν τη βλάχικη προέλευση της λέξης. Οπότε η ονομασία του μέρους δηλώνει την ξερή γη πάνω στην οποία εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι.
Ταυτότητα-προέλευση των κατοίκων
Με βάση την προέλευση της λέξης Σιάκα που παραπέμπει σε βλάχικο έτυμο, εικάζεται ότι οι κάτοικοι ήταν φύλα βλάχικης καταγωγής. Ο οικισμός εμφανίζεται, για πρώτη φορά, σε γραπτή πηγή το 1500. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι κατοικείτο από τότε· πιστεύεται όμως ότι εμφανίζεται μερικά χρόνια πριν, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.
Πιθανότερος τόπος προέλευσής τους, η περιοχή της βορείου Πίνδου· μια περιοχή που έβριθε και βρίθει ακόμα βλάχικου στοιχείου. Συγκεκριμένος λόγος μετακίνησής τους δε φαίνεται να υπήρχε, αφού οι βλάχοι ήταν φύσει νομαδικός λαός, που μετακινούνταν συνεχώς, σε μικρές ομάδες με μορφή τσελιγκάτων, ψάχνοντας νέα βοσκοτόπια· και τα μπαΐρια του Σιάκα προσφέρονταν γι’ αυτή τη δουλειά.
Στο γειτονικό λόφο, θέση Αϊλιά -που βρίσκεται σε κοντινότερη απόσταση προς το Σιάκα , παρά στον οικισμό της Κερασιάς- υπήρχαν μέχρι το 1967 σωροί ερειπίων. Τότε, χτίστηκε το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, με πρωτοβουλία κατοίκων της Κερασιάς. Η θέση του βρίσκεται σε μέρος απόκρυφο και δενδρόπυκνο. Προφανώς εβρισκόταν εκεί τα ερείπια του ναού των κατοίκων του Σιάκα, που είχαν αφιερώσει στον Προφήτη Ηλία. Παμπάλαια εικόνα που απεικονίζει τον άγιο, σώζεται σήμερα στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, στο κέντρο του οικισμού της Κερασιάς, προερχόμενη ίσως από την προαναφερομένη θέση.
Ασχολίες κατοίκων-καθημερινότητα
Ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, αλλά και η γεωργία. Σημαντικότατη εμφανίζεται και η ενασχόλησή τους με τη γη, από την οποία καρπώνονται πλήθος προϊόντων. Η βασική τους, όμως, ασχολία ήταν αυτή της βρωμοξυλιάς· ασχολία που όχι μόνο τους αποδίδει χρήμα, αλλά τους οδηγεί -σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες- να εξελιχθούν, από χωρικοί, σε αστούς εμπόρους και να εγκαταλείψουν τον οικισμό τους. Καλλιεργούν πλήθος δημητριακών και οσπρίων, έχουν κήπους με λαχανικά, ενώ σημαντική ενασχόληση αποτελεί και η αμπελοκαλλιέργεια, αφού παράγουν και κρασί.
Η βρωμοξυλιά είναι ένας αυτοφυής δενδρώδης θάμνος. Το φυτό έχει εμπορική χρησιμότητα, αφού η βράση του ξύλου του (και όχι του άνθους του) σε νερό, αναδύει κίτρινη χρωστική (με τις κατάλληλες χημικές διαδικασίες μπορεί να μετατραπεί σε πορτοκαλί και λαδί), που χρησιμεύει ως βαφική ουσία δερμάτων και υφασμάτων.
Τα σπίτια στον οικισμό ήταν χτισμένα από ευτελή υλικά (χώμα, πηλό και λίγες πέτρες), άποψη που πιστοποιείται από το αβριθές του μέρους σε κατάλοιπα ζωής, ενώ οι στέγες ήταν κατασκευασμένες από σίκαλη. Εξάλλου, ο νομαδικός χαρακτήρας τους δεν τους επέτρεπε τη μόνιμη εγκατάσταση, άρα και το άρτιο κατασκευής των οικιών τους. Το σύνολό τους δε θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 7-8, αφού η δομή της οικογένειας ήταν πατριαρχική, ενώ όλες οι φαμίλιες ήταν υπό τη σκέπη του αρχιτσέλιγκα. Τα σπίτια ήταν χτισμένα στο χείλος του ισιώματος, αφού η κλίση του προς τα νότια (εκεί ευρέθησαν τα όποια υπολείμματα) αποτελούσε φυσική κάλυψη από τα βλέμματα των μουσουλμάνων κατακτητών. Κατά το ίδιο σκεπτικό εξηγείται και η θέση της εκκλησίας του οικισμού τους (παρόλο που είναι αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία, τον άγιο των υψωμάτων), σε θέση απόκρυφη. Πιθανό μέρος υδροδότησής τους ήταν το ρέμα, ελθόν εκ της Ροδιανής, στα νότια του οικισμού, ενώ στη θέση Πηλός, έπλεναν τα σώματά τους με πηλό και έπαιρναν πρώτη ύλη για το χτίσιμο των οικιών τους. Το πλύσιμο των ρούχων τους γινόταν στη θέση Καρούτια, όπου στένευε το ρέμα και η ορμή του νερού διοχετευόταν μέσω ξύλινης κατασκευής, που δημιουργούσε μια κοπάνα, ένα μαντάνι, για την πλύση των μάλλινων ρούχων τους. Ντύνονταν με το δέρμα και το μαλλί από τα ζώα που εξέτρεφαν, ενώ απ’ αυτά έπαιρναν και το λίπος για να το χρησιμοποιήσουν ως ύλη για τον φωτισμό τους, ενώ το σιτάρι και τα λοιπά δημητριακά, τα άλεθαν στο μύλο που υπήρχε στη θέση Παλιόμυλος.
Σχέσεις με τους πέριξ ή άλλους οικισμούς
Με την καλλιέργεια της βρωμοξυλιάς καταπιάνονταν και οι κάτοικοι του γειτονικού οικισμού της Ροδιανής. Η ύπαρξη της θέσης Σμαρ’, στα σύνορα Κερασιάς, Ροδιανής, Αγίας Παρασκευής παραπέμπει σε ενδεχόμενη σχέση μεταξύ των δύο οικισμών. Το εν λόγω τοπωνύμιο παραπέμπει στη λέξη σαμάρι· σμαρ’ προφέρεται στη βλάχικη ιδιόλεκτο. Η συγκεκριμένη θέση, λοιπόν, φαίνεται ότι ήταν ο τόπος συνάντησης των κατοίκων των δύο οικισμών, όπου έκαναν το τελικό φόρτωμα, σε όνους ή ημιόνους, και ξεκινούσαν τη μεταφορά του προϊόντος. Τόπος μεταφοράς του εμπορεύματος ήταν η Κοζάνη.
Η Κοζάνη, εκείνη την περίοδο, ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό, κρυμμένο, όμως σε πυκνόφυτο δάσος και προστατευμένο, από τους πέριξ αυτού μουσουλμανικούς οικισμούς -οι κάτοικοι των οποίων έφεραν όπλα-, από ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Η Κοζάνη αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως κρυψώνα για τα εμπορεύματα, που είχαν ως τελικό προορισμό της χώρες της Μεσευρώπης.
Με το διπλανό οικισμό της Κερασιάς, δε φαίνεται να υπήρχε κάποια ιδιαίτερη σχέση. Η διαφορετική εθνοτική ταυτότητα, μεταξύ των κατοίκων των δύο χωριών, και τα διαφορετικά καθημερινά και επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα, δε μπορούσαν να ενώσουν τον πληθυσμό τους. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο, ο οικισμός της Κερασιάς βρισκόταν δυτικότερα του σημερινού και άρα σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι σήμερα, γύρω απ’ τη θέση Μπαλιάνγκουρα. Εκείνη την περίοδο, στα τέλη του 15ου αιώνα, και αφού είχε προηγηθεί η οθωμανική κατάκτηση της περιοχής -το 1393-, αρχίζει η Κερασιά σιγά-σιγά να ¨αναβαίνει¨ και να εγγίζει τον οικισμό του Σιάκα.
Εγκατάλειψη οικισμού-οθωμανική πίεση
Το 1543 είναι το έτος για το οποίο έχουμε την τελευταία έγγραφη αναφορά για την ύπαρξη κατοίκων στο Σιάκα. Εγκαταλείπουν τον οικισμό τους, από πιθανές προστριβές με τους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά κυρίως λόγω της οθωμανικής πίεσης που εκφραζόταν μέσω των υπέρογκων φόρων, για την κάλυψη των δαπανών της Αυτοκρατορίας, της πίεσης για αλλαξοπιστία και της ωμής βίας, από πλευράς των οθωμανών. Προσφεύγουν στην Κοζάνη· η πρότερη ενασχόλησή τους με τη βρωμοξυλιά, έχει ανοίξει τους ορίζοντές τους και έχουν πια αποκτήσει γνώσεις περί του εμπορίου, ενώ σε συνδυασμό και με τις συνεχείς επισκέψεις τους στο μέρος της Κοζάνης, διέγνωσαν τη σπουδαιότητα του τόπου. Έχοντας αφήσει πίσω τη βρωμοξυλιά, αλλά αποκτήσαντες το μικρόβιο του εμπορίου -που τους μετέτρεψε από πλανόμενους κτηνοτρόφους και σκαπανείς γης σε εν δυνάμει αστούς- θεωρούν την Κοζάνη το κατάλληλο καταφύγιο των προς εξαγωγήν προϊόντων.
Την ίδια περίοδο, καταφτάνουν, κατά δεκάδες χιλιάδες οι εκδιωχθέντες Εβραίοι, κάτοικοι Ισπανίας και Πορτογαλίας, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ξεχύνονται σε διάφορες πόλεις της βορείου Ελλάδος. Ως εμπορικός λαός που ήταν έψαξαν πόλεις, για την εγκατάστασή τους και όχι χωριά, ώστε να ασκήσουν το εμπόριο και άλλα αστικά επαγγέλματα. Η Κοζάνη, τότε (αρχές 16ου αι.), ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό που δεν είχε να τους προσφέρει κάτι. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος, που ουδέποτε πάτησε Εβραίος το πόδι του στην Κοζάνη, με σκοπό τη μόνιμη κατοίκηση. Η έλλειψη μνείας του γεγονότος στις πηγές σε συνδυασμό με τη γνώση της γενικής Ιστορίας, επιβεβαιώνουν την άποψη. Ερμηνείες περί ιδιομορφίας στο χαρακτήρα των κοζανιτών και άλλα τινά, ανήκουν στη σφαίρα του μύθου και της νοσηρής φαντασίας.
Αυτό που δε διέβλεψαν οι έμπειροι έμποροι Εβραίοι, κατάφεραν να διαβλέψουν οι μέχρι πρότινος απαίδευτοι και περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι και χωρικοί. Εγκαθίστανται στην περιοχή, όπου το σημερινό κέντρο της πόλης, στη συνοικία που είναι ως σήμερα γνωστή με το όνομα Βλαθκα, και δημιουργούν έναν πρώιμο αστικό πυρήνα. Εκεί εγκαθίστανται και οι μετέπειτα έποικοι της Κοζάνης, βλάχικης επίσης καταγωγής, χάρη στους οποίους ο οικισμός, αυξάνεται, αστικοποιείται και ακμάζει (εμπορικά και πνευματικά).
Οι σιακαίοι παράδειγμα προς μίμησιν
Το 1649 υπάρχει αναφορά για επιδρομή Αλβανών στο Κτένι. Ο άρχοντας του χωριού, Ιωάννης Τράντας εγκαταλείπει τον οικισμό συνοδεία 120 οικογενειών και 12.000 αιγοπροβάτων, και εγκαθίσταται στην Κοζάνη. Τη συγκεκριμένη άποψη ασπάζονται και διαιωνίζουν όλοι οι μετέπειτα ιστοριογράφοι, χωρίς να την υποβάλλουν σε οποιαδήποτε διανοητική παίδευση ή κριτικό έλεγχο της λογικής και της μεθοδολογίας, κατά τον τρόπο που ορίζουν οι μέθοδοι έρευνας της Ιστορίας.
Πρώτον μεν, να αναφέρω, ότι ο αριθμός των 120 οικογενειών δεν μπορεί να ευσταθεί, καθ’ ότι 36 χρόνια πριν, το 1613, απεγράφησαν στο χωριό, 47 οικογένειες. Οπότε σε μόλις 36 χρόνια είναι απίθανο να υπερδιπλασιάστηκε ο πληθυσμός. Δεύτερον, να τονιστεί ότι, όχι μόνο ο όγκος του κοπαδιού (12.000) μοιάζει μύθευμα, αλλά και η σύνθεσή του (κατσίκια και πρόβατα). Το ορεινό έδαφος του Κτενίου, δεν επέτρεπε στα πρόβατα να κινηθούν εκεί, αφού χρειάζονται λιβάδια για να βοσκήσουν. Τέλος, το πραγματικό του όνομα θα πρέπει να ήταν Τράντος και όχι Τράντας, όπως έχει επικρατήσει στην τοπική βιβλιογραφία, στη μνήμη των κατοίκων και σε όνομα οδού της πόλης της Κοζάνης. Ο Γουναρόπουλος που γράφει πρώτος απ’ όλους, το 1872, τον αποκαλεί Τράντο, ενώ οι μετέπειτα Τράντα. Η εγγύτητα της συγγραφής του στο γεγονός, αυξάνει τις πιθανότητες για την αλήθεια των γραφθέντων του. Ίσως με το πέρασμα των χρόνων, οι απόγονοί του, να μεταλλάσσουν το επίθετο κατά το λογιότερο και ευφωνέστερο Τράντας.
Γιατί όμως επιλέγουν την Κοζάνη; 100 περίπου χρόνια πριν, οι κάτοικοι του Σιάκα, ακολουθούν την ίδια πορεία. Οι κτενιώτες, έχοντας ως αφορμή την επιδρομή στο χωριό τους, -τα αίτια ήταν η οθωμανική πίεση που προαναφέρθηκε- ακολουθούν το παράδειγμα των πρώην γειτόνων τους. Η αρχική τους εγκατάσταση γίνεται στα όρια του συνοικισμού, κι έπειτα μετακινούνται στο κέντρο. Στην προσπάθεια επιβίωσής τους στη νέα οικιστική θέση, αμιλλώνται τους υπάρχοντες πληθυσμούς και καταφέρνουν με προεξάρχοντα το γιο του Ιωάννη, Χαρίση, να επιβληθούν.
Εν κατακλείδι
Η τοπική Ιστορία έχει ακόμη δρόμο μπροστά της στο να καταγράψει, μα πάνω απ’ όλα να ερμηνεύσει τεκμηριωμένα το παρελθόν. Η ανακύκλωση των ήδη υφισταμένων και αμάρτυρων γεγραμμένων, και δη από μη ειδικούς, δε βοηθά σ’ αυτό. Το μεσαιωνικό παρελθόν της περιοχής μας, έχει κρυφτεί καλά, στο διάβα του χρόνου, και η ερμηνεία των κλασσικών πηγών, δεν προσφέρει κάτι το νέο. Το ζητούμενο είναι να ερμηνεύσουμε τις ¨κρυφές¨ πηγές, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο. Η ικανότητα του κάθε ερευνητή, είναι η μόνη που θα μπορέσει να καταστήσει αυτό πραγματικότητα. Κι όχι μόνο· η έρευνα πρέπει κι επιβάλλεται να είναι πολυδιάστατη. Το γραφείο ό,τι ήταν να προσφέρει, το προσέφερε· σειρά έχει το πεδίο.
Η οπτική παρουσίαση της ομιλίας, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου